κουρούνης

κουρούνης
ο, θηλ. κουρούνα
δυστυχής, ταλαίπωρος, άθλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρούνα (Ι), προφανώς λόγω τού χρώματος τού πουλιού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”